αμφίαλος — ἀμφίαλος, ον (Α) 1. (για νησιά) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα 2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες («ἀμφίαλος Κόρινθος») 3. (κυρίως για ζώα) αυτός που ζει στις θάλασσες 4. φρ. «ἀμφίαλοι Ποτειδᾱνος τεθμοί», οι αγώνες τών Ισθμίων, τα … Dictionary of Greek
Αμφίαλος — Ἀμφίαλος, ο (Α) ανδρικό όνομα, ήδη μυκηναϊκό (a pi a ro). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἅλς, ἁλὸς «θάλασσα»] … Dictionary of Greek
Ἀμφίαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίαλος — of two seas masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίαλον — ἀμφίαλος of two seas masc/fem acc sg ἀμφίαλος of two seas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάλοις — Ἀμφίαλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιάλοις — ἀμφίαλος of two seas masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάλοισι — Ἀμφίαλος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιάλοισι — ἀμφίαλος of two seas masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάλου — Ἀμφίαλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιάλου — ἀμφίαλος of two seas masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)